ταχύπλους

ταχύπλους
ους , ουν быстроходный (о судне)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ταχύπλους" в других словарях:

  • ξιφόσουρα — θαλάσσια αρθρόποδα. Από αυτά, τα μερόστομα πολυάριθμα κατά τον παλαιοζωικό αιώνα. Αντιπροσωπεύονται σήμερα μόνο από πέντε είδη, τα οποία παλιότερα περιλαμβάνονταν στα οστρακόδερμα. Στη σύγχρονη ταξινόμηση, το γένος λίμουλος (limulus) στο οποίο… …   Dictionary of Greek

  • ταχυπλοΐα — η, ΝΑ [ταχύπλους / πλοος] η ταχύτητα κατά την πλεύση …   Dictionary of Greek

  • ταχυπλοώ — ταχυπλοῶ, έω, ΝΑ [ταχύπλους / πλοος] (για πλοίο) πλέω με ταχύτητα …   Dictionary of Greek

  • ταχύπλοος — η, ο / ταχύπλοος, οον, ΝΑ, και συνηρ. τ. ταχύπλους, ουν, Α αυτός που πλέει με μεγάλη ταχύτητα νεοελλ. φρ. «ταχύπλοο μάχης» ναυτ. μικρό και ταχύτατο πολεμικό σκάφος, οπλισμένο με τορπίλες και βαρέα πολυβόλα ή αντιαεροπορικά πυροβόλα μικρού… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»